- αρχιτεκτονώ
- ἀρχιτεκτονῶ (-έω) (Α) [αρχιτέκτων]1. είμαι αρχιτέκτονας2. μτφ. επινοώ κάτι ακολουθώντας σωστή μέθοδο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρχιτεκτονῶ — ἀρχιτεκτονέω to be architecl pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀρχιτεκτονέω to be architecl pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιτεκτόνημα — το (Α ἀρχιτεκτόνημα) [αρχιτεκτονώ] 1. το αρχιτεκτονικό έργο, το οικοδόμημα 2. το ευφυές δημιούργημα ή επινόημα … Dictionary of Greek